Házhely στα ελληνικά

Μετάφραση: házhely, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόπος, τοποθεσία, θέση, ιστοσελίδα, χώρο, το site
Házhely στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • házastárs στα ελληνικά - σύζυγος, σύζυγο, συζύγου, σύζυγό, σύζυγός
  • házastársi στα ελληνικά - συζυγικός, οικογενειακή, την οικογενειακή, συζυγική, συζυγικής
  • házi στα ελληνικά - οικογένεια, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
  • háziasszony στα ελληνικά - οικοδέσποινα, νοικοκυρά, νοικοκυράς, νοικοκυρά που, οικοκυρά
Τυχαίες λέξεις
Házhely στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόπος, τοποθεσία, θέση, ιστοσελίδα, χώρο, το site