Hajított στα ελληνικά
Μετάφραση: hajított, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίξιμο, βολή, επιτελείο, έριξε, πέταξε, Αυτός παρουσίασε, Πετούσε, έριξε το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hajvágás στα ελληνικά - κόμμωση, κούρεμα, περικοπή, περικοπής, κουρέματος, περικοπή αποτίμησης
- hajvíz στα ελληνικά - πλύνω, πλένω, λοσιόν, λοσιόν για, γαλάκτωμα, κρέμα, λοσιόν που
- hajítás στα ελληνικά - κλυδωνίζομαι, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
- hajító στα ελληνικά - βλήμα, βλήματος, βλήματα, βλημάτων, του βλήματος
Τυχαίες λέξεις
Hajított στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίξιμο, βολή, επιτελείο, έριξε, πέταξε, Αυτός παρουσίασε, Πετούσε, έριξε το
Μεταφράσεις: ρίξιμο, βολή, επιτελείο, έριξε, πέταξε, Αυτός παρουσίασε, Πετούσε, έριξε το