Hely στα ελληνικά

Μετάφραση: hely, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρος, τόπος, τοποθετώ, τοποθεσία, θέση, τοποθεσίας, τοποθεσιών, των τοποθεσιών
Hely στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hekus στα ελληνικά - χαλκός, μπάτσος, COP, αστυνομικός, μπάτσο, αστυνομικό
  • hellyel-közzel στα ελληνικά - σποραδικά, σποραδικώς, σποραδική, περιστασιακά, σποραδικό
  • helybeli στα ελληνικά - σπίτι, τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική
  • helycsere στα ελληνικά - innings, συμμετοχές, περίοδο συμμετοχής, ίνινγκ, ίνινγκς
Τυχαίες λέξεις
Hely στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρος, τόπος, τοποθετώ, τοποθεσία, θέση, τοποθεσίας, τοποθεσιών, των τοποθεσιών