Hiányjel στα ελληνικά
Μετάφραση: hiányjel, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενό, λευκός, άγραφτος, άγραφος, αγκύλη, καρέ, δρομέα, σύμβολο προσθήκης, caret
Μεταφράσεις
- hiábavalóság στα ελληνικά - ματαιότητα, αχρηστία, αχρηστίας, έλλειψη χρησιμότητας, δεν χρησιμεύει πλέον
- hiány στα ελληνικά - έλλειψη, σπανιότητα, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις
- hiányos στα ελληνικά - ελλιπής, ελλειπής, ατελής, ανεπάρκεια, ανεπαρκή, με ανεπάρκεια
- hiányosan στα ελληνικά - μόλις, ελάχιστα, μόλις και μετά βίας, μετά βίας, σχεδόν
Τυχαίες λέξεις
Hiányjel στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενό, λευκός, άγραφτος, άγραφος, αγκύλη, καρέ, δρομέα, σύμβολο προσθήκης, caret
Μεταφράσεις: κενό, λευκός, άγραφτος, άγραφος, αγκύλη, καρέ, δρομέα, σύμβολο προσθήκης, caret