Intézkedés στα ελληνικά

Μετάφραση: intézkedés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάθεση, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Intézkedés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • intés στα ελληνικά - επιφύλαξη, προειδοποίηση, προειδοποιώ, περίσκεψη, νεύμα, Beck, διάθεσή του όποτε, ...
  • intézet στα ελληνικά - ίδρυμα, θεσμός, ινστιτούτο, Ινστιτούτου, Institute, ιδρύματος
  • intézvény στα ελληνικά - σχέδια, προσχέδια, σχεδίων, τα σχέδια, σχέδια που
  • intézvényes στα ελληνικά - αγοραστής
Τυχαίες λέξεις
Intézkedés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάθεση, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν