Képzet στα ελληνικά

Μετάφραση: képzet, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εικόνα, είδωλο, έννοια, αντίληψη, ιδέα, έννοιας, άποψη
Képzet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • képzelgés στα ελληνικά - φαντασία, ανύπαρκτο, εξωπραγματικού, μη πραγματικότητας, μη πραγματικότητα
  • képzelt στα ελληνικά - μυθικός, μυθικό, μυθική, μυθικού, μυθικά
  • képzett στα ελληνικά - πολυμαθής, λόγιος, ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, με ειδική
  • képzettség στα ελληνικά - πρόκριση, προσόν, Αξιολόγηση, προσόντων, προσόντα, προεπιλογής
Τυχαίες λέξεις
Képzet στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εικόνα, είδωλο, έννοια, αντίληψη, ιδέα, έννοιας, άποψη