Kötelesség στα ελληνικά

Μετάφραση: kötelesség, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατηγορία, φροντίδα, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό, καθήκον
Kötelesség στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kötekedés στα ελληνικά - χλεύη, μάσα, χλευασμός, scoff, η χλευασμός
  • köteles στα ελληνικά - όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
  • kötelességmulasztó στα ελληνικά - εγκληματίας, παραβατική, παραβατικής, παραβατικές, της παραβατικής
  • kötelezettség στα ελληνικά - δωσιδικία, παθητικό, ευθύνη, δέσμευση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, ...
Τυχαίες λέξεις
Kötelesség στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατηγορία, φροντίδα, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό, καθήκον