Köz στα ελληνικά

Μετάφραση: köz, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λωρίδα, δρομάκι, πάροδος, δημόσιο, κοινό, Δημόσιας, Δημόσια, τους κοινόχρηστους
Köz στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kövérkés στα ελληνικά - γεμάτος, ολικός, μεστός, πλήρης, κοντόχονδρος
  • kövület στα ελληνικά - απολίθωμα, ορυκτών, ορυκτά, τα ορυκτά, των ορυκτών
  • közbeiktatott στα ελληνικά - διάμεσος, διάμεση, διάμεσο, διάμεσης, ενδιάμεσο
  • közben στα ελληνικά - κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, διάρκεια, κατά τη διάρκεια της
Τυχαίες λέξεις
Köz στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λωρίδα, δρομάκι, πάροδος, δημόσιο, κοινό, Δημόσιας, Δημόσια, τους κοινόχρηστους