Kedvezmény στα ελληνικά
Μετάφραση: kedvezmény, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, περιστολή, αναγωγή, έκπτωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης
Μεταφράσεις
- kedvetlen στα ελληνικά - αδιάφορος, χαλαρός, απαθής, νωθρή, ανόρεχτος
- kedvetlenség στα ελληνικά - νωθρότητα, συμπτώματα όπως απάθεια, αφηρημάδα, ατονία, απάθεια
- kedvezményes στα ελληνικά - προτιμησιακές, προτιμησιακή, προτιμησιακών, προτιμησιακής, προτιμησιακό
- kedvtelés στα ελληνικά - πάθος, το πάθος, πάθους, μεράκι, του πάθους
Τυχαίες λέξεις
Kedvezmény στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, περιστολή, αναγωγή, έκπτωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης
Μεταφράσεις: μείωση, περιστολή, αναγωγή, έκπτωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης