Kereken στα ελληνικά

Μετάφραση: kereken, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμέρισμα, επίπεδος, στρογγυλώς, απεριφράστως, απερίφραστα, σθεναρά, κατηγορηματικά
Kereken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kenyérvég στα ελληνικά - φτέρνα, τακούνι
  • kerek στα ελληνικά - γύρος, γύρω, γύρο, γύρου, στρογγυλό
  • kerekség στα ελληνικά - στρογγυλότης, στρογγυλότητα, roundness, στρογγυλάδα, στρογγυλότητας
  • kereset στα ελληνικά - κέρδη, αποδοχές, κερδών, τα κέρδη, αποδοχών
Τυχαίες λέξεις
Kereken στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμέρισμα, επίπεδος, στρογγυλώς, απεριφράστως, απερίφραστα, σθεναρά, κατηγορηματικά