Λέξη: φόδρα
Σχετικές λέξεις: φόδρα
ράβω φόδρα, φόδρα τιμή
Συνώνυμα: φόδρα
υπόρραμμα, εσωτερική επιφάνεια, φοδράρισμα
Μεταφράσεις: φόδρα
φόδρα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lining, lined, liner, backing, lined with
φόδρα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
forro, guarnición, revestimiento, recubrimiento, forro de
φόδρα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
futter, futterstoff, auskleidung, auflage, belag, Futter, Auskleidung, Verkleidung, Innenfutter
φόδρα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
garniture, doublure, revêtement, muqueuse, paroi
φόδρα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fodera, rivestimento, fodera in, fodera di, interno
φόδρα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
linguístico, forro, revestimento, forro de, de revestimento, revestimento de
φόδρα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voering, bekleding, lining, binnenvoering, voering van
φόδρα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
футеровка, обкладка, выравнивание, облицовка, выгонка, содержимое, прокладка, подложка, подкладка, распрямление, накладки, подкладки
φόδρα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fôr, foring, lining, beleggets, slimhinnen
φόδρα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
foder, fodret, beklädnad, lining
φόδρα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuori, verhoaminen, viivoittaen, linjaliikenne, vuorauksen, vuoraukseen, vuoraus, limakalvon
φόδρα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
foring, belægningens, foret, beklædning, foringen
φόδρα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vložka, obložení, podšívka, ostění, vnitřek, obložením
φόδρα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kadzi, ocieplacz, wykładzina, podpinka, wyklejenie, obicie, liniowanie, podszycie, obmurowanie, wykładanie, podszewka, wyściółka, okładzina, kreskowanie, obudowa, podbicie, wyściółką, okładziny
φόδρα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szigetelés, bélés, béléssel, burkolat, bélelt, bélése
φόδρα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
astar, kaplama, astarı, balatası, astarlama
φόδρα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лінімент, підкладка, підбивка, подкладка
φόδρα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
astar, rreshtim, endometri, rreshtim të, veshje e brendshme
φόδρα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подкладка, подплата, облицовка, хастар, накладки, накладка
φόδρα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падшэўка, падкладка, подкладка, падкладку
φόδρα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vooderdis, vooder, hõõrdkatte, limaskesta, voodriga, voodri
φόδρα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podstava, postava, obloga, oblaganje, obloge, unutarnje oblaganje, za unutarnje oblaganje
φόδρα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fóður, slímhúð, klæðning, fóðri
φόδρα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pamušalas, kaladėlių, pamušalą, antdėklo, gleivinės
φόδρα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
odere, uzliku, uzlikas, oderējums, oderējumu
φόδρα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поставата, постава, обвивката, облога, слузницата
φόδρα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
căptușeală, captuseala, garnituri, garnituri de, de garnituri
φόδρα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podloga, obloga, obloge, oblog, podlogo
φόδρα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podšívka
Τυχαίες λέξεις