Korreláció στα ελληνικά
Μετάφραση: korreláció, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- korrektúraolvasás στα ελληνικά - διάβασμα, διόρθωση, Επιμέλεια κειμένων, διόρθωση κειμένων, διόρθωση δοκιμίων, τη διόρθωση δοκιμίων
- korrektúrázás στα ελληνικά - διάβασμα, διόρθωση, Επιμέλεια κειμένων, διόρθωση κειμένων, διόρθωση δοκιμίων, τη διόρθωση δοκιμίων
- korrupció στα ελληνικά - δουλειά, διαφθορά, δωροδοκία, της διαφθοράς, Η διαφθορά, Διαφθοράς
- korrupt στα ελληνικά - διαφθείρω, εκμαυλίζω, αλλοιώνω, ξεμαυλίζω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, ...
Τυχαίες λέξεις
Korreláció στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση
Μεταφράσεις: συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση