Lepárlókészülék στα ελληνικά
Μετάφραση: lepárlókészülék, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γαλήνιος, ακίνητος, ήρεμος, Απόσταξη, Διύλιση, οινοπνευματοποιίας, απόσταξης, οποίο αποστάζει
Μεταφράσεις
- lepusztulás στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, διάβρωση του
- lepárlás στα ελληνικά - απόσταξη, απόσταξης, αποστάξεως, την απόσταξη, η απόσταξη
- lepárolás στα ελληνικά - απόσταξη, εξάτμιση, εξάτμισης, εξατμίσεως, την εξάτμιση, η εξάτμιση
- lepényhal στα ελληνικά - παραδέρνω, παραπαίω, πλευρονήκτης, χωματίδα, καλκάνι, αφορά τη χωματίδα, τη χωματίδα
Τυχαίες λέξεις
Lepárlókészülék στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γαλήνιος, ακίνητος, ήρεμος, Απόσταξη, Διύλιση, οινοπνευματοποιίας, απόσταξης, οποίο αποστάζει
Μεταφράσεις: γαλήνιος, ακίνητος, ήρεμος, Απόσταξη, Διύλιση, οινοπνευματοποιίας, απόσταξης, οποίο αποστάζει