Mángorló στα ελληνικά

Μετάφραση: mángorló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπικουτί, μάγγανο, κατακρεουργώ, ξεσχίζω, μάγγανου, σιδερωτήριο
Mángorló στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mámorító στα ελληνικά - οινοπνευματώδες ποτό, τοξική ουσία, εθιστική ουσία, εθιστική, μεθυστικός
  • mángorlás στα ελληνικά - σχισμών, καλενταρίσματος, κυλίνδρωση, κυλίνδρωσης, καλανδαρίσματος
  • mángorlófa στα ελληνικά - μπικουτί, μάγγανο, σιδερωτήριο, mangle, μάγγανου, σιδερωτήριο Στο
  • mánia στα ελληνικά - ζουζούνι, μαμούδι, μανία, μανίας, της μανίας, mania, τη μανία
Τυχαίες λέξεις
Mángorló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπικουτί, μάγγανο, κατακρεουργώ, ξεσχίζω, μάγγανου, σιδερωτήριο