Maró στα ελληνικά

Μετάφραση: maró, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυστικός, σαρκαστικός, καυστική, καυστικό, καυστικής, καυστικού
Maró στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • marás στα ελληνικά - κόψιμο, κόβω, κοπή, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, ...
  • maréknyi στα ελληνικά - χούφτα, λίγες, ελάχιστες, λίγα, χούφτας
  • marógép στα ελληνικά - μυλωνάς, φρέζα, μηχανή άλεσης, μηχανής άλεσης, μηχανή λείανσης, μηχανής αλέσεως
  • marós στα ελληνικά - μυλωνάς, Miller, μυλωνά, Μίλερ, μυλωνάδων
Τυχαίες λέξεις
Maró στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυστικός, σαρκαστικός, καυστική, καυστικό, καυστικής, καυστικού