Megállapított στα ελληνικά

Μετάφραση: megállapított, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορισμένος, τοποθετώ, δήλωσε, δηλώνεται, αναφέρεται, ανέφερε, αναφέρθηκε
Megállapított στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • megállapodott στα ελληνικά - σταθερός, συμφωνηθεί, συμφώνησαν, συμφωνήθηκε, συμφωνήθηκαν, συμφώνησε
  • megállapodás στα ελληνικά - κατανόηση, συμφωνία, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
  • megállapítás στα ελληνικά - δήλωση, κατάσταση, ανακοίνωση, δήλωσης, δελτίο
  • megállítás στα ελληνικά - αντιμετωπίζω, στάθμευση, διακοπή, τη διακοπή, σταματώντας, διακοπή της
Τυχαίες λέξεις
Megállapított στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορισμένος, τοποθετώ, δήλωσε, δηλώνεται, αναφέρεται, ανέφερε, αναφέρθηκε