Meghatározó στα ελληνικά

Μετάφραση: meghatározó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοριστικός, αποφασιστικός, καθοριστική, καθοριστικό, καθοριστικές, καθοριστικοί
Meghatározó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • meghatározottság στα ελληνικά - προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
  • meghatározás στα ελληνικά - αποφασιστικότητα, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
  • megható στα ελληνικά - συγκινητικός, συγκινητικό, συγκινητική, αγγίζοντας, επαφή, άγγιγμα
  • meghibásodott στα ελληνικά - ελαττωματικός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική
Τυχαίες λέξεις
Meghatározó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοριστικός, αποφασιστικός, καθοριστική, καθοριστικό, καθοριστικές, καθοριστικοί