Megszorítás στα ελληνικά

Μετάφραση: megszorítás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Megszorítás στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • megszorult στα ελληνικά - Κλειδωμένο, Κλειδωμένη, Locked, κλειδωθεί, Κλειδωμένα
  • megszorítások στα ελληνικά - περιορισμοί, περιορισμούς, περιορισμών, τους περιορισμούς, περιορισμούς που
  • megszállott στα ελληνικά - παθολογικός, κατείχε, διέθετε, κατείχαν, κατοχή, διέθεταν
Τυχαίες λέξεις
Megszorítás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της