Merészen στα ελληνικά
Μετάφραση: merészen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενναία, θαρραλέα, τολμηρά, τόλμη, με τόλμη, θάρρος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- merénylet στα ελληνικά - προσπαθώ, προσπάθεια, απόπειρα, προσβολή, αίσχος, οργή, κατακραυγή, ...
- merész στα ελληνικά - παράτολμος, απερίσκεπτος, τόλμη, τολμηρή, τολμηρό, τολμηρές, τολμηρούς
- merészség στα ελληνικά - τόλμη, την τόλμη, παρρησία, θάρρος, τόλμης
- mese στα ελληνικά - ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, ιστορία του
Τυχαίες λέξεις
Merészen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενναία, θαρραλέα, τολμηρά, τόλμη, με τόλμη, θάρρος
Μεταφράσεις: γενναία, θαρραλέα, τολμηρά, τόλμη, με τόλμη, θάρρος