Monopólium στα ελληνικά

Μετάφραση: monopólium, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Monopólium στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • monománia στα ελληνικά - μονομανία, τη μονομανία
  • monopolista στα ελληνικά - μονοπώλιο, μονοπωλιακός, μονοπωλιακή, μονοπωλητής, μονοπωλητή
  • monszun στα ελληνικά - μουσώνας, μουσώνων, των μουσώνων, μουσώνα, μουσώνες
  • montírozás στα ελληνικά - εξάρτημα, τοποθέτηση, εξαρτήματος
Τυχαίες λέξεις
Monopólium στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής