Nehézség στα ελληνικά

Μετάφραση: nehézség, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσκολία, δυσχέρεια, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών
Nehézség στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nehéz στα ελληνικά - ισχυρός, αλύγιστος, άκαμπτος, δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, ...
  • nehézkes στα ελληνικά - σκυθρωπός, βλοσυρός, δυσκίνητος, δυσκίνητη, δυσκίνητες, επαχθείς, επαχθής
  • neki στα ελληνικά - αυτό, αυτήν, της, την, αυτής
  • nekilendülés στα ελληνικά - συντρίβω, ραντίζω, τρέχω, ανάκαμψη, ανοδική τάση, ανάκαμψης, ανοδική πορεία, ...
Τυχαίες λέξεις
Nehézség στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσκολία, δυσχέρεια, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών