Δυσχέρεια στα ουγγρικά
Μετάφραση: δυσχέρεια, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nehézség, akadály, nehéz helyzetben, nehézséget, nehézségi, nehezen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσχέρεια
οικονομική δυσχέρεια, δυσχέρεια ορισμός, εμβρυϊκή δυσχέρεια, αναπνευστική δυσχέρεια, δυσχέρεια στην αναπνοή, δυσχέρεια λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δυσχέρεια στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δυσφημώ στα ουγγρικά - becsületsértés, rágalmazás, megrágalmaz, befeketít
- δυσφορία στα ουγγρικά - kényelmetlenség, kényelmetlenséget, diszkomfort, kellemetlen érzés, kellemetlenséget
- δυσχεραίνω στα ουγγρικά - kosarakat
- δυσωδία στα ουγγρικά - bűz, bűze, szaga, bűzét, bűzös
Τυχαίες λέξεις
Δυσχέρεια στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: nehézség, akadály, nehéz helyzetben, nehézséget, nehézségi, nehezen
Μεταφράσεις: nehézség, akadály, nehéz helyzetben, nehézséget, nehézségi, nehezen