Pók στα ελληνικά

Μετάφραση: pók, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αράχνη, αράχνης, spider, της αράχνης, αραχνών
Pók στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bérjövedelem στα ελληνικά - ενοικίαση, μίσθωμα, ενοικίου, ενοίκιο, Ενοικίαση, Ενοικίαση για, ενοικίασης
  • jelölés στα ελληνικά - δείγμα, κουπόνι, βαθμολόγηση, σήμανση, σήμανσης, τη σήμανση, επισήμανση
  • kikristályosítás στα ελληνικά - αποκρυστάλλωση, κρυστάλλωση, κρυστάλλωσης, κρυσταλλώσεως, κρυσταλλοποίηση
  • mesterséges στα ελληνικά - απομίμηση, τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών
Τυχαίες λέξεις
Pók στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αράχνη, αράχνης, spider, της αράχνης, αραχνών