Pótkocsi στα ελληνικά

Μετάφραση: pótkocsi, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νταλίκα, ρυμουλκούμενο, τρέιλερ, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, του ρυμουλκουμένου
Pótkocsi στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adósság στα ελληνικά - χρέος, χρέους, του χρέους, οφειλής, οφειλή
  • biciklizés στα ελληνικά - ποδηλασία, ποδήλατο, ποδηλασίας, η ποδηλασία, bicycling
  • csövezés στα ελληνικά - σωλήνωση, σωλήνες, σωληνώσεων, σωληνώσεις, σωλήνωσης
  • irrigátor στα ελληνικά - ποτίζων, καταιονιστής, Irrigator, καταιονιστή, καταιο
Τυχαίες λέξεις
Pótkocsi στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νταλίκα, ρυμουλκούμενο, τρέιλερ, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, του ρυμουλκουμένου