Pikk στα ελληνικά

Μετάφραση: pikk, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσάπα, μπαστούνι, φτυάρια, μπαστούνια, Spades, μπαστουνι
Pikk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • faksznizás στα ελληνικά - ταραχή, φασαρία, αναστάτωση, κόπο, θόρυβο, θόρυβος
  • ingerültség στα ελληνικά - εκνευρίζομαι, στενοχωριέμαι, δυσφορώ, δυσφορία, γωνιώδες σχέδιο
  • kisajátítás στα ελληνικά - απαλλοτρίωση, απαλλοτρίωσης, απαλλοτριώσεων, απαλλοτριώσεις, απαλλοτριώσεως
  • közellátó στα ελληνικά - μύωπικός, nearsighted, μυωπία, μύωπες, μυωπικά
Τυχαίες λέξεις
Pikk στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσάπα, μπαστούνι, φτυάρια, μπαστούνια, Spades, μπαστουνι