Rendellenesség στα ελληνικά
Μετάφραση: rendellenesség, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάθηση, ακαταστασία, αταξία, διαταραχή, ανωμαλία, ανωμαλίας, ανωμαλίες, ανωμαλιών
Μεταφράσεις
- dili στα ελληνικά - μαμούδι, ζουζούνι, Ντίλι, Dili, Δήλι, του Ντίλι
- huncutkodó στα ελληνικά - διαβολικός, ψιλή, τις διαβολικός
- igemód στα ελληνικά - διάθεση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
- munkatárs στα ελληνικά - συνεργάτης, συνάδελφος, συνάδελφό, συνάδελφός, τον συνάδελφό, ο συνάδελφός
Τυχαίες λέξεις
Rendellenesség στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάθηση, ακαταστασία, αταξία, διαταραχή, ανωμαλία, ανωμαλίας, ανωμαλίες, ανωμαλιών
Μεταφράσεις: πάθηση, ακαταστασία, αταξία, διαταραχή, ανωμαλία, ανωμαλίας, ανωμαλίες, ανωμαλιών