Támadó στα ελληνικά

Μετάφραση: támadó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτιθέμενος, προσβλητικός, επιθετικός, προσβλητικό, επιθετική, προσβλητική
Támadó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elkülönülés στα ελληνικά - απομόνωση, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλληση, αποκόλλησης, απόσπασης
  • kisbérlet στα ελληνικά - Cottier
  • lehallgató στα ελληνικά - έντομο, μικρόβιο, σφάλμα, bug, σφαλμάτων
  • meggondolatlanság στα ελληνικά - απερισκεψία, επιπολαιότητα, απερισκεψίας, η επιπολαιότητα, την απερισκεψία
Τυχαίες λέξεις
Támadó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτιθέμενος, προσβλητικός, επιθετικός, προσβλητικό, επιθετική, προσβλητική