Támadható στα ελληνικά
Μετάφραση: támadható, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευάλωτος, ευπρόσβλητος, απρόσβλητη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- belvárosi στα ελληνικά - κέντρο, κέντρο της πόλης, κέντρο της, στο κέντρο της πόλης, κέντρο του
- bross στα ελληνικά - πόρπη, καρφίτσα, καρφίτσα καρφίτσα, καρφίτσα με, καρφίτσα για
- ismerettár στα ελληνικά - αποθετήριο, αποθήκη, αρχείο καταγραφής, χώρο αποθήκευσης, repository
- megbüntetés στα ελληνικά - κύρωση, κυρώσεις, κυρώσεων, κύρωσης, κυρώσεως
Τυχαίες λέξεις
Támadható στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευάλωτος, ευπρόσβλητος, απρόσβλητη
Μεταφράσεις: ευάλωτος, ευπρόσβλητος, απρόσβλητη