Ευάλωτος στα ουγγρικά
Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
támadható, sebezhető, veszélyeztetett, sérülékeny, kiszolgáltatott, érzékeny
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευάλωτος
ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ευάλωτος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ετυμολογία στα ουγγρικά - etimológia, etimológiája, etimológiát, etimológiáját, etymology
- ευάερος στα ουγγρικά - komolytalan, levegős, tágas, szellős, légies, könnyed
- ευάρεστος στα ουγγρικά - kellemes, elfogadható, kellemesebb
- ευέξαπτος στα ουγγρικά - vérmérsékleti, temperamentumos, szeszélyes, a temperamentumos, temperamentumosak
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: támadható, sebezhető, veszélyeztetett, sérülékeny, kiszolgáltatott, érzékeny
Μεταφράσεις: támadható, sebezhető, veszélyeztetett, sérülékeny, kiszolgáltatott, érzékeny