Távozó στα ελληνικά
Μετάφραση: távozó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξωστρεφής, κοινωνικός, εκδηλωτικός, αφήνοντας, αφήνει, έβγαλε, έξοδο, αποχωρούσα
Μεταφράσεις
- berakás στα ελληνικά - φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως
- dia στα ελληνικά - διαφάνεια, τσουλήθρα, ολίσθηση, slide, διαφανειών
- fiatalabbik στα ελληνικά - ελάσσων, υπεξούσιος, ασήμαντος, μικρός, μικρότερος, νεότερους, νεότεροι, ...
- mókás στα ελληνικά - διασκέδαση, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
Τυχαίες λέξεις
Távozó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξωστρεφής, κοινωνικός, εκδηλωτικός, αφήνοντας, αφήνει, έβγαλε, έξοδο, αποχωρούσα
Μεταφράσεις: εξωστρεφής, κοινωνικός, εκδηλωτικός, αφήνοντας, αφήνει, έβγαλε, έξοδο, αποχωρούσα