Κοινωνικός στα ουγγρικά

Μετάφραση: κοινωνικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
barátkozó, társasági, szociális, távozó, társadalmi, a társadalmi, a szociális, társadalombiztosítási
Κοινωνικός στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοινωνικός

κοινωνικός τουρισμός ογα, κοινωνικός ρατσισμός ορισμός, κοινωνικός τουρισμός 2014 καταλύματα, κοινωνικός αποκλεισμός, κοινωνικός τουρισμός οαεδ, κοινωνικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κοινωνικός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • κοινοτυπία στα ουγγρικά - közhely, közhelynek tűnik, közhelyre
  • κοινωνία στα ουγγρικά - társadalom, társadalmi, társadalomban, a társadalom, társadalmat
  • κοινόβιο στα ουγγρικά - kanton, kommuna, zárda, szerzetház, prépostságra, priory, Perjelség
  • κοινός στα ουγγρικά - illesztett, ordenáré, becsapolás, ujjperc, hivatásos, nyilvános, nyilvánosság, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοινωνικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: barátkozó, társasági, szociális, távozó, társadalmi, a társadalmi, a szociális, társadalombiztosítási