Tökéletlen στα ελληνικά

Μετάφραση: tökéletlen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελλειπτικός, ελαττωματικός, ατελής, ατελή, ατελούς, ατελείς, ατελές
Tökéletlen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akármilyen στα ελληνικά - καθόλου, ανεξαρτήτως, ανεξάρτητα από, ανεξάρτητα, όποια και αν είναι, όποια και αν
  • bonyodalom στα ελληνικά - επιπλοκή, περιπλοκή, επιπλοκών, επιπλοκής, επιπλοκές
  • daru στα ελληνικά - γερανός, γερανού, γερανό, γερανών, του γερανού
  • kocogás στα ελληνικά - τζόκινγκ, τρέξιμο, για τζόκινγκ, το τρέξιμο, jogging
Τυχαίες λέξεις
Tökéletlen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελλειπτικός, ελαττωματικός, ατελής, ατελή, ατελούς, ατελείς, ατελές