Tapasztalt στα ελληνικά
Μετάφραση: tapasztalt, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοφιστικέ, καλλιεργημένος, εξεζητημένος, έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, παρουσίασαν, έμπειρο
Μεταφράσεις
- arányosítás στα ελληνικά - αναλογιών, αναλογικής, αναλογίας, δοσομετρητες, καθορισμού αναλογιών
- délre στα ελληνικά - νότος, νότιος, νότια, νότο, νότιο
- egyháztag στα ελληνικά - Τα μέλη της Εκκλησίας, μέλη της Εκκλησίας, μελών της Εκκλησίας, στα μέλη της Εκκλησίας, μέλη της Εκκλησίας που
- erkölcsös στα ελληνικά - επιμύθιο, ηθικός, ηθικό δίδαγμα, ηθική, ηθικό, ηθικής
Τυχαίες λέξεις
Tapasztalt στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοφιστικέ, καλλιεργημένος, εξεζητημένος, έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, παρουσίασαν, έμπειρο
Μεταφράσεις: σοφιστικέ, καλλιεργημένος, εξεζητημένος, έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, παρουσίασαν, έμπειρο