Καλλιεργημένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tapasztalt, hamisított, finomított, kifinomult, kitanult, elferdített, meghamisított, affektált, kulturált, tenyésztett, tenyésztjük, tenyésztettük, tenyésztettünk
Καλλιεργημένος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος

καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καλλιεργημένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • καλεσμένος στα ουγγρικά - vendég, Látogatók, Guest, a vendég, vendégek
  • καλκάνι στα ουγγρικά - darabka, megérintés, nagy rombuszhal, a nagy rombuszhal, nagy rombuszhalra, rombuszhal, óriás rombuszhal
  • καλλιεργώ στα ουγγρικά - nő, növekszik, növekedni, nőnek, nőni
  • καλλιτέχνης στα ουγγρικά - művész, előadó, mûvész, művészt
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tapasztalt, hamisított, finomított, kifinomult, kitanult, elferdített, meghamisított, affektált, kulturált, tenyésztett, tenyésztjük, tenyésztettük, tenyésztettünk