Tekintetbevétel στα ελληνικά

Μετάφραση: tekintetbevétel, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεβασμός, σέβομαι, ανεξάρτητα από το εισόδημα, ανεξαρτήτως εισοδήματος, ανεξάρτητα από το εισόδημά, ανεξάρτητα από τα εισοδήματα
Tekintetbevétel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • affektált στα ελληνικά - σοφιστικέ, εξεζητημένος, καλλιεργημένος, finical
  • gyámoszlop στα ελληνικά - μόλος, αποβάθρα, στήλη, στήλης, της στήλης, κολόνα
  • megoldások στα ελληνικά - κλειδί, Λύσεις, Solutions, διαλυμάτων, Διαλύματα, λύσεων
Τυχαίες λέξεις
Tekintetbevétel στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεβασμός, σέβομαι, ανεξάρτητα από το εισόδημα, ανεξαρτήτως εισοδήματος, ανεξάρτητα από το εισόδημά, ανεξάρτητα από τα εισοδήματα