Termény στα ελληνικά

Μετάφραση: termény, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράγω, προσκομίζω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Termény στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biztosítás στα ελληνικά - εγγύηση, διαβεβαίωση, σιγουριά, ασφάλιση, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ...
  • feladás στα ελληνικά - μετάφραση, θέση, μέρος, τόπος, Place, Τοποθετήστε
  • hordozó στα ελληνικά - σχέση, έδρανο, στάση, μεταφορέας, φορέας, φορέα, μεταφορέα, ...
  • olajkamra στα ελληνικά - κοιλότητα, θάλαμος, θαλάμη, θάλαμο λαδιού, θάλαμο ελαίου, ελαιοδοχεία, θάλαμος ορυκτελαίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Termény στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράγω, προσκομίζω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί