Παράγω στα ουγγρικά
Μετάφραση: παράγω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
termék, termény, nemz, alkot, nemzzen, nemzést, szaporodni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παράγω
παράγω παράξω, παράγω αόριστος, παράγω αντώνυμο, παράγω ετυμολογία, παράγω κλίση, παράγω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, παράγω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- παράγοντας στα ουγγρικά - tényező, faktor, faktora, tényezőt, tényezője
- παράγραφος στα ουγγρικά - bekezdés, bekezdésben, bekezdése, bekezdésében, bekezdésének
- παράγωγος στα ουγγρικά - derivált, származékos, származék, származékot, származtatott
- παράγων στα ουγγρικά - hatóanyag, ügynök, szer, szert, anyag, ágens
Τυχαίες λέξεις
Παράγω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: termék, termény, nemz, alkot, nemzzen, nemzést, szaporodni
Μεταφράσεις: termék, termény, nemz, alkot, nemzzen, nemzést, szaporodni