Toalett στα ελληνικά

Μετάφραση: toalett, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τουαλέτα, τουαλέτας, υγείας, καλλωπισμού, της τουαλέτας
Toalett στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • csupa στα ελληνικά - όλα, όλες, όλος, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, ...
  • fagy στα ελληνικά - παχνιάζομαι, παγετός, πάχνη, παγωνιά, πάγος, παγετό, παγετού, ...
  • kiszolgálás στα ελληνικά - μερίδα, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών
  • maszkírozás στα ελληνικά - συγκάλυψη, κάλυψης, μάσκας, συγκάλυψης, καλύψεως
Τυχαίες λέξεις
Toalett στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τουαλέτα, τουαλέτας, υγείας, καλλωπισμού, της τουαλέτας