Vállalkozás στα ελληνικά
Μετάφραση: vállalkozás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλειά, καθήκον, επιχείρηση, επιχείρησης, επιχειρήσεων, επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angóragyapjú-szövet στα ελληνικά - ανγκορά, της Αγκύρας, αγκορά, ανκορά, το αγκορά
- arcfintor στα ελληνικά - σφουγγαρίστρα, σφουγγαρίζω, ζάρωμα, ρυτίδωση, puckering, ζαρώματος
- elkészülni στα ελληνικά - έτοιμος, πανέτοιμος, είναι έτοιμη, είναι έτοιμο, είναι έτοιμοι, να είναι έτοιμη, είναι έτοιμα
- fennállás στα ελληνικά - ύπαρξη, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξή, την ύπαρξη
Τυχαίες λέξεις
Vállalkozás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλειά, καθήκον, επιχείρηση, επιχείρησης, επιχειρήσεων, επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων
Μεταφράσεις: δουλειά, καθήκον, επιχείρηση, επιχείρησης, επιχειρήσεων, επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων