Καθήκον στα ουγγρικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
munka, vállalkozás, adó, illeték, feladat, feladata, feladatot, feladatát
Καθήκον στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καθήκον στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα ουγγρικά - takarítás, tisztítás, tisztító, tisztítást, a tisztítást
  • καθέλκυση στα ουγγρικά - indítás, elindítása, elindítását, indítását, beindítását
  • καθίζω στα ουγγρικά - mandátum, székhely, ül, ülni, üljön, ülnek, ülj
  • καθαγιάζω στα ουγγρικά - megszentel, hallow, szentelé, szentelnek, szenteljétek
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: munka, vállalkozás, adó, illeték, feladat, feladata, feladatot, feladatát