Vérmérséklet στα ελληνικά

Μετάφραση: vérmérséklet, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάθεση, σκληραίνω, μετριάζω, οργή, ιδιοσυγκρασία, ταμπεραμέντο, την ιδιοσυγκρασία, ιδιοσυγκρασίας, η ιδιοσυγκρασία
Vérmérséklet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • csattintás στα ελληνικά - ράγισμα, ρωγμή, ραγίζω, σπάζω
  • kökény στα ελληνικά - κορόμηλο, αγριοδαμάσκηνο, sloe, τσάπουρνων
  • növelés στα ελληνικά - αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
  • operáció στα ελληνικά - ιατρείο, χειρουργική, χειρουργείο, χειρουργική επέμβαση, επέμβαση, εγχείρηση
Τυχαίες λέξεις
Vérmérséklet στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάθεση, σκληραίνω, μετριάζω, οργή, ιδιοσυγκρασία, ταμπεραμέντο, την ιδιοσυγκρασία, ιδιοσυγκρασίας, η ιδιοσυγκρασία