Vagyonbukott στα ελληνικά
Μετάφραση: vagyonbukott, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρεοκοπημένος, αφερέγγυος, αφερέγγυα, σε πτώχευση, αφερέγγυων, αφερέγγυου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- garázdálkodás στα ελληνικά - συμπλοκή, ταραχή, αναταραχή, αναταράξεις, αναταραχής, στροβιλισμού
- kotróvas στα ελληνικά - σκαλιστήρι, χιόνι, χιονιού, το χιόνι, χιόνια, του χιονιού
- küszöb στα ελληνικά - κατώφλι, όριο, κατωφλίου, ορίου, κατώτατο όριο
- megszentségtelenítés στα ελληνικά - βεβήλωση, βεβήλωσης, βεβήλωση αυτών
Τυχαίες λέξεις
Vagyonbukott στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρεοκοπημένος, αφερέγγυος, αφερέγγυα, σε πτώχευση, αφερέγγυων, αφερέγγυου
Μεταφράσεις: χρεοκοπημένος, αφερέγγυος, αφερέγγυα, σε πτώχευση, αφερέγγυων, αφερέγγυου