Χρεοκοπημένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: χρεοκοπημένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vagyonbukott, csődbe jutott, csődbe, csődbe ment, csődöt, fizetésképtelennek
Χρεοκοπημένος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρεοκοπημένος

χρεοκοπημένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, χρεοκοπημένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • χρίω στα ουγγρικά - elborít, bevon
  • χρειάζομαι στα ουγγρικά - szükséglet, szükség, szegénység, kell, szüksége, van szüksége, szükség van
  • χρηματιστής στα ουγγρικά - tőzsdeügynök, stockbroker, bróker, tõzsdeügynök
  • χρηματοδοτώ στα ουγγρικά - pénzügy, szerint pénzügyek, finanszírozás, Finance, finanszírozási
Τυχαίες λέξεις
Χρεοκοπημένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vagyonbukott, csődbe jutott, csődbe, csődbe ment, csődöt, fizetésképtelennek