Армований στα ελληνικά

Μετάφραση: армований, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενίσχυση, ενισχυμένος, ενισχυμένο, ενισχυμένη, ενισχύεται, οπλισμένο
Армований στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • армада στα ελληνικά - αρμάδα, Armada, στόλος, αρμάδας, Το Armada
  • арматура στα ελληνικά - εξοπλισμός, συνάντηση, συνεργός, έκπτωση, οπλισμός, οπλισμού, επαγώγιμου, ...
  • армія στα ελληνικά - στρατός, στρατό, στρατού, του στρατού, το στρατό
  • армієць στα ελληνικά - armiyets
Τυχαίες λέξεις
Армований στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενίσχυση, ενισχυμένος, ενισχυμένο, ενισχυμένη, ενισχύεται, οπλισμένο