Атомне στα ελληνικά
Μετάφραση: атомне, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατομικός, πυρηνικός, πυρηνικών, πυρηνικής, πυρηνική, πυρηνικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атом στα ελληνικά - άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
- атомна στα ελληνικά - ατομικός, πυρηνικός, Πυρηνική, Πυρηνικής, Πυρηνικών, την πυρηνική
- атомний στα ελληνικά - άτομο, ατομικός, πυρηνικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
- аторней στα ελληνικά - συνήγορος, δικηγόρος, πληρεξούσιος, Εισαγγελέα, Εισαγγελέας, πληρεξούσιο
Τυχαίες λέξεις
Атомне στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατομικός, πυρηνικός, πυρηνικών, πυρηνικής, πυρηνική, πυρηνικό
Μεταφράσεις: ατομικός, πυρηνικός, πυρηνικών, πυρηνικής, πυρηνική, πυρηνικό