Безгрішність στα ελληνικά
Μετάφραση: безгрішність, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, δυσχεραίνω, αγιότητα, αγιοσύνη, αγιότητας, την αγιότητα, αγιότης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безглуздість στα ελληνικά - γελοιότητα, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό
- безгрішний στα ελληνικά - άγιος, αγιοπρεπής, αναμάρτητος, χωρίς αμαρτία, αναμάρτητη, αναμάρτητο, αναμάρτητοι
- безгучний στα ελληνικά - bezhuchnyy
- бездарний στα ελληνικά - μέτριος, μέτρια, μέτριο, μέτριες, μέτριας
Τυχαίες λέξεις
Безгрішність στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, δυσχεραίνω, αγιότητα, αγιοσύνη, αγιότητας, την αγιότητα, αγιότης
Μεταφράσεις: παρακωλύω, δυσχεραίνω, αγιότητα, αγιοσύνη, αγιότητας, την αγιότητα, αγιότης