Беззахисний στα ελληνικά

Μετάφραση: беззахисний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, γυμνός, τσίτσιδος, ανήμπορος, ανυπεράσπιστος, ανυπεράσπιστων, ανυπεράσπιστους, ανυπεράσπιστα, ανυπεράσπιστη
Беззахисний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беззаперечний στα ελληνικά - άνευ όρων, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτο, ανεπιφύλακτες
  • беззастережний στα ελληνικά - απόλυτος, ανεπιφύλακτη, χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς επιφύλαξη, ανεπιφύλακτα
  • беззбройний στα ελληνικά - αφοπλισμένος, άοπλος, άοπλης, άοπλη
  • беззвучний στα ελληνικά - αθόρυβος, άηχος, soundless, αθόρυβη, χωρίς ήχο
Τυχαίες λέξεις
Беззахисний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, γυμνός, τσίτσιδος, ανήμπορος, ανυπεράσπιστος, ανυπεράσπιστων, ανυπεράσπιστους, ανυπεράσπιστα, ανυπεράσπιστη