Безперестанку στα ελληνικά
Μετάφραση: безперестанку, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νύχτα, συνεχώς, διαρκώς, συνεχή, συνεχής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безперервно στα ελληνικά - συνεχώς, συνεχή, διαρκώς, συνεχούς, συνεχόμενα
- безперервність στα ελληνικά - τακτικά, συνέχεια, συνέχειας, τη συνέχεια, η συνέχεια, συνέχιση
- безперечний στα ελληνικά - άβολος, αναμφίβολος, ερωτηματολόγιο, αναμφισβήτητος, αναμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, ...
- безперечно στα ελληνικά - διαμάχη, αναμφίβολος, ερωτηματολόγιο, αναμφισβήτητα, βέβαιος, σίγουρος, σίγουροι, ...
Τυχαίες λέξεις
Безперестанку στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νύχτα, συνεχώς, διαρκώς, συνεχή, συνεχής
Μεταφράσεις: νύχτα, συνεχώς, διαρκώς, συνεχή, συνεχής