Бити στα ελληνικά

Μετάφραση: бити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, τρέμω, τιμωρώ, επιπλήττω, τρεμοπαίζω, σουξέ, γυμνοσάλιαγκας, σφαίρα, βαρώ, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει
Бити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бистрота στα ελληνικά - επισπεύδω, ταχύτητα, τρέχω, φόρα, γοργά, γρήγορα, στερεότητα, ...
  • битва στα ελληνικά - μάχη, μάχης, αγώνα, τη μάχη, μάχη για
  • битись στα ελληνικά - για την καταπολέμηση, για την καταπολέμηση της, για την καταπολέμηση του, την καταπολέμηση της, να καταπολεμήσει
  • битися στα ελληνικά - διαταράσσω, σκαρφαλώνω, πάλη, αγώνας, μάχη, καταπολέμηση, αγώνα
Τυχαίες λέξεις
Бити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, τρέμω, τιμωρώ, επιπλήττω, τρεμοπαίζω, σουξέ, γυμνοσάλιαγκας, σφαίρα, βαρώ, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει