Επιπλήττω στα ουκρανικά
Μετάφραση: επιπλήττω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
б'ючись, відновлений, покарати, бити, б'ючи, виправляти, гудити, засуджувати, ганити, осуджувати, зневажають
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιπλήττω
επιπλήττω κλιση, επιπλήττω αοριστος, επιπλήττω συνώνυμα, επιπλήττω αγγλικά, επιπλήττω αρχικοι χρονοι, επιπλήττω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιπλήττω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επιπλέον στα ουκρανικά - додатковий, додаткове, додаткову, додаткова, додаткового
- επιπλέω στα ουκρανικά - плисти, пускати, міхур, плити, пузирчик, плинути, поплавок, ...
- επιπλοκή στα ουκρανικά - складнощі, заплутаність, складність, ускладнення
- επιπλώνω στα ουκρανικά - надавати, постачати, постачайте, доставляти, обробка, оздоблення, отделка
Τυχαίες λέξεις
Επιπλήττω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: б'ючись, відновлений, покарати, бити, б'ючи, виправляти, гудити, засуджувати, ганити, осуджувати, зневажають
Μεταφράσεις: б'ючись, відновлений, покарати, бити, б'ючи, виправляти, гудити, засуджувати, ганити, осуджувати, зневажають